βαρέλα

βαρέλα
η
1. μεγάλο βαρέλι
2. (συνήθως για γυναίκα) παχύσαρκος, ογκώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μεγεθυντικό του ουσ. βαρρέλι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βαρέλα — η 1. μεγάλο βαρέλι. 2. παχύσαρκη γυναίκα: Η γυναίκα του είναι ίδια βαρέλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βαρέλα, Φρανθίθκο — (Francisco Varela, Χιλή 1946 – Παρίσι 2001). Χιλιανός βιολόγος. Πτυχιούχος του Καθολικού Πανεπιστημίου της Χιλής, το 1970 ολοκλήρωσε το διδακτορικό του στη βιολογία στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και τον ίδιο χρόνο εξελέγη αναπληρωτής καθηγητής… …   Dictionary of Greek

  • -άρα — μεγεθυντική κατάληξη θηλ. ουσιαστικών της Νέας Ελληνικής, που συνδέεται ετυμολογικά με την υποκοριστική κατάλ. άρι* των ουδ. ουσιαστ. Ειδικότερα, από ονόματα θηλυκά σε άρα της Αρχ. Ελληνικής, π.χ. καμάρα, κινάρα, εσχάρα, σχηματίστηκαν… …   Dictionary of Greek

  • βουτσέλα — η [βουτσί] 1. μεγάλο βουτσί, βαρέλα 2. κοντή και παχιά γυναίκα …   Dictionary of Greek

  • κλειδοκυμβαλιστής — ο, θηλ. κλειδοκυμβαλίστρια αυτός που παίζει κλειδοκύμβαλο, ο πιανίστας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλειδοκύμβαλον. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στον Ιωάννη Βαρελά] …   Dictionary of Greek

  • κοσμηματοθήκη — η ειδικό σκεύος για φύλαξη κοσμημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόσμημα + θήκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στον Ιωάννη Βαρελά] …   Dictionary of Greek

  • σιβυλλικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σίβυλλα, σιβύλλειος (α. «Σιβυλλικοί χρησμοί» οι Σιβύλλειοι χρησμοί β. «Σιβυλλικά βιβλία» τα Σιβύλλεια*) 2. μτφ. α) (για πρόσ.) αινιγματικός, μυστηριώδης β) αυτός που δύσκολα ερμηνεύεται, ακατανόητος,… …   Dictionary of Greek

  • τραγωδοποιώ — έω, Ν γράφω τραγωδίες, είμαι τραγικός ποιητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραγωδοποιός. Η λ., στον λόγιο τ. τραγῳδοποιέω / ῶ, μαρτυρείται από το 1882 στον Ι. Βαρελά] …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Κούβα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κούβας Έκταση: 110.860 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.243.400 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αβάνα (2.181.500 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, μεταξύ του κόλπου του Μεξικού και της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”